- στασιαστικως
- στασιαστικῶςστᾰσιαστικῶςбунтарски, мятежно, как повстанцы
σ. ἔχειν Plat., Dem. — восставать, бунтоваться
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σ. ἔχειν Plat., Dem. — восставать, бунтоваться
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
στασιαστικῶς — στασιαστικός seditious adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικός — ή, ό / στασιαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [στασιάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στασιαστή, αυτός που προκαλεί στασιασμό (α. «στασιαστική συγκέντρωση» β. «οὐκ ὄντας πολιτικοὺς ἀλλὰ στασιαστικούς», Πλάτ. γ. «πράττειν οὐδὲν στασιαστικόν», Πλούτ.).… … Dictionary of Greek